Την Εθνική Επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821 τιμήσαμε χτες στην Κέα. Στην Ιουλίδα, αλλά και στην Κορησσία, μετά την δοξολογία πραγματοποιήθηκε παρέλαση από τους μαθητές και τις μαθήτριες του νησιού μας. Ακολούθησε επιμνημόσυνη δέηση στα μνημεία Ηρώων, κατάθεση στεφάνων, απαγγελία του Εθνικού Ύμνου, εκφώνηση του πανηγυρικού λόγου της ημέρας και απαγγελία ποιημάτων από μαθητές και μαθήτριες.

Στις επετειακές εκδηλώσεις παρευρέθηκαν οι αρχές του τόπου, εκπρόσωποι των φορέων και των συλλόγων στου νησιού όπως και αρκετοί κάτοικοι και επισκέπτες.


Στην Ιουλίδα τα παιδιά του Νηπιαγωγείου και οι χορευτικές ομάδες του Γυμνασίου ΤΛ παρουσίασαν παραδοσιακούς χορούς και τραγούδια στην Πιάτσα.

Η Ελληνική Επανάσταση και ο Αγώνας του 1821 μας θυμίζουν κάθε χρόνο την αξία της ειρήνης και της ελευθερίας. Ιδεώδη αναλλοίωτα και πάντοτε σπουδαία, οι καλύτεροι οδηγοί για το μέλλον μας.

Χρόνια πολλά Ελλάδα, χρόνια πολλά Κέα!

Ακολουθεί η ιστορία της Τζιώτισσας Άννας Λαούπη, γραμμένη από τον κ. Στέφανο Λέπουρα, η οποία συμπεριλήφθηκε φέτος στον πανηγυρικό λόγο στην Ιουλίδα.

ΑΝΝΑ ΛΑΟΥΠΗ – Η άγνωστη αγωνίστρια  του 1821

Η Άννα Λαούπη, κόρη του Γιάννη Λαούπη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέα. Παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Τριτζόπουλο, με τον οποίο ζούσε στην Ανδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης. Πολλοί Έλληνες την εποχή αυτή ζούσαν και προόδευαν στις περιοχές της Θράκης και της Μολδοβλαχίας, απ’ όπου ξεκίνησε την επανάσταση ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και στρατολόγησε τους Ιερολοχίτες του και τους μαχητές που αγωνίστηκαν στις μάχες του Σκουλενίου και του Δραγατσανίου. Σ’ αυτό το στρατιωτικό σώμα προσήλθε και κατατάχθηκε ο σύζυγος της Άννας Λαούπη Κωνσταντίνος Τριτζόπουλος, ο οποίος αγωνίστηκε ηρωικά ως Ιερολοχίτης και σκοτώθηκε στη μάχη του Δραγατσανίου τον Ιούνιο του 1821.

Η Άννα έμεινε μόνη μετά την πρόωρη απώλεια του συζύγου της, αλλά δεν απελπίστηκε. Αντίθετα οπλίστηκε με πείσμα και ιερή αγανάκτηση αποφασισμένη να εκδικηθεί το χαμό του βοηθώντας την απελευθέρωση της πατρίδας της, για την οποία αγωνίστηκε και σκοτώθηκε ο αγαπημένος της σύζυγος. Αποφάσισε λοιπόν να πουλήσει τα υπάρχοντά της, να δημιουργήσει ένα στρατιωτικό σώμα και να το εντάξει στον επαναστατικό στρατό, που ήδη είχε ξεκινήσει την επανάσταση στην Πελοπόννησο. Βρήκε 23 εθελοντές, τους εξόπλισε, τους πλήρωσε, οπλίστηκε και η ίδια και ξεκίνησε οδηγώντας τους στην επαναστατημένη Ελλάδα. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο ως ακατόρθωτο, αλλά και η θέλησή της ακατάβλητη. Πέρασε μέσα από τις Τουρκοκρατούμενες περιοχές των Βαλκανίων , άλλοτε επευφημούμενη και άλλοτε εκφοβιζόμενη, και έφθασε δια θαλάσσης στην Ιταλία με σκοπό να συναντήσει και να πάρει την ευλογία του Παλαιών Πατρών Γερμανού, ο οποίος, όπως διαπιστώνεται βρισκόταν στην Αγκώνα για κάποιο λόγο αυτή την εποχή.  Από την Αγκώνα ξεκινάει νέο ταξίδι, έχοντας μαζί της ένα έγγραφο του Αρχιερέως  Π.Πατρών Γερμανού προς τους αρχηγούς της Επανάστασης και φθάνει με τους 23 στρατιώτες στον Πύργο της Ηλίας, όπου παρουσιάζεται οπλισμένη στους οπλαρχηγούς Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Π. Γιατράκο και Νικηταρά Σταματελόπουλο και ζητάει να καταταχθεί κάτω από τις οδηγίες τους και να αγωνισθεί υπέρ πίστεως και πατρίδος. Όμως λόγω της γυναικείας της ιδιότητας δεν την δέχθηκαν, κράτησαν μόνο τους 23 εθελοντές, τους οποίους εξόφλησε ενώπιον των οπλαρχηγών, αφού είχε ήδη πληρώσει και όλα τα έξοδά τους, κατά τη διάρκεια της μεγάλης πορείας τους, ξοδεύοντας όλη την περιουσία της.

Μετά την άρνηση της Διοίκησης να την δεχθεί στις τάξεις του στρατού λόγω της γυναικείας ιδιότητάς της, αναχώρησε για την ιδιαίτερη πατρίδα της την Κέα, «με κάποιο όμως ενδόμυχο παράπονο». Μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του νέου Ελληνικού κράτους, έστειλε ένα γράμμα, σε συνεννόηση με τους προύχοντες του νησιού, προς την Βασιλική Νομαρχία Κυκλάδων στο οποίο περιγράφει την  περιπέτεια και τη δράση της, ευρισκόμενη τώρα στην Κέα και «στερούμενη και αυτού του επιουσίου άρτου».

Η αίτηση της Άννας Λαούπη έγινε αποδεκτή από την «Επιτροπή των Εκδουλεύσεων» και η Άννα κατατάχθηκε στην έβδομη τάξη των αξιωματικών του αγώνα. Ήταν μια δίκαιη αναγνώριση της εξαιρετικής προσφοράς της Τζιώτισσας καπετάνισσας, που αψήφησε την Τουρκική κυριαρχία, ζώστηκε τα όπλα και οδήγησε το δικό της στρατιωτικό απόσπασμα δια μέσου της Τουρκοκρατούμενης Βαλκανικής χερσονήσου στο κέντρο του επαναστατικού αγώνα. Η κατάταξή της μεταξύ των αξιωματικών του αγώνα αποτέλεσε για την ίδια το μεγαλύτερο δώρο και την κορυφαία διάκριση. Όμως η προσφορά της παρέμεινε άγνωστη και η μνήμη της ξεχασμένη.

Η ιδιαίτερη πατρίδα της, η Κέα, έχει υποχρέωση να την τιμά αυτήν την ημέρα μαζί με τους άλλους αγωνιστές για τη λευτεριά της πατρίδας.